- σφαδάζοντας
- σφαδάζωpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαδᾴζοντας — σφαδάζω pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχάς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κήρυκας του Ηρακλή, είναι γνωστός από το έργο του Σοφοκλή Τραχινίαι. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ηρακλής, μετά την επιτυχία της εκστρατείας της Οιχαλίας, είχε φέρει σπίτι του αιχμάλωτη την πριγκίπισσα της Οιχαλίας,… … Dictionary of Greek
παρασπαίρω — ΜΑ στενοχωριέμαι κοντά σε κάτι ασθμαίνοντας από αγωνία, κινούμενος σπασμωδικώς και σφαδάζοντας από τον ψυχικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀσπαίρω «ασθμαίνω με αγωνία, τρέμω, σπαρταρώ»] … Dictionary of Greek
σφαδάζω — ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ τού δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek